συμμάρτυρος

συμμάρτυρος
συμμάρτυρος
configurate
masc/fem nom sg
συμμάρτυς
masc/fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμμάρτυρος — ον, Α (για πλανήτη) αυτός που έχει σχετική θέση προς κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μάρτυρος (< μάρτυς, υρος «[αστρολ.] αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»)] …   Dictionary of Greek

  • συμμάρτυρα — συμμάρτυρος configurate neut nom/voc/acc pl συμμάρτυς masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαρτυρία — ἡ, Α [συμμάρτυρος] αστρον. η σχετική θέση τών πλανητών …   Dictionary of Greek

  • συμμαρτυρώ — συμμαρτυρῶ, έω, ΝΑ [συμμάρτυς, υρος] καταθέτω ως μάρτυρας μαζί με άλλον ή καταθέτω την ίδια μαρτυρία με άλλον («ὡς... σύ μοι ξυμμαρτυρῇς οἷα πέφυκα», Ευρ.) νεοελλ. υφίσταμαι μαρτύρια μαζί με άλλον αρχ. (για πλανήτη) είμαι συμμάρτυρος*, έχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”